παραστέγασμα

παραστέγασμα
το
αρχιτ. στέγη που είναι επικλινής κατά μία μόνο πλευρά, κν. μονόρριχτη σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραστεγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραστέγασμα — το, ατος στέγη που γέρνει σε μια πλευρά μόνο, μονόριχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”